ἄχθη τῆς θαλάσσης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἄχθη τῆς θαλάσσης < ἄχθος, τῆς & γενική του θάλασσα. Κυριολεκτικά: «βάρος της θάλασσας».

Έκφραση

ἄχθη τῆς θαλάσσης

  • (θαλάσσιο θηλαστικό ζώο) κήτη
      12ος αιώνας Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Compendium chronicum @catholiclibrary.org
    τίς σκυμνοτρόφος λέαινα τετόλμηκε τοιοῦτον, ἢ ποία τιγροπάρδαλις ἢ βαρύθυμος ἄρκτος; ἢ βούπρηστις ἢ ζύγαινα, τὰ τῆς θαλάσσης ἄχθη;

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.