ἄφυκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄφυκτος τὸ ἄφυκτον οἱ, αἱ ἄφυκτοι τὰ ἄφυκτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀφύκτου τοῦ ἀφύκτου τῶν ἀφύκτων τῶν ἀφύκτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀφύκτῳ τῷ ἀφύκτῳ τοῖς, ταῖς ἀφύκτοις τοῖς ἀφύκτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄφυκτον τὸ ἄφυκτον τοὺς, τὰς ἀφύκτους τὰ ἄφυκτα
Κλητική ἄφυκτε ἄφυκτον ἄφυκτοι ἄφυκτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀφύκτω
Γενική-Δοτική ἀφύκτοιν

Ετυμολογία

ἄφυκτος < ἀ- + φεύγω

Επίθετο

ἄφυκτος, -ος, -ον

  1. άφευκτος
  2. που δεν μπορεί να ξεφύγει, να διαφύγει

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.