ἄκλαυτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄκλαυτος < ἀ- στερητικό + κλαυ- (< κλαίω) + -τος

Επίθετο

ἄκλαυτος -η -ον και ἄκλαυστος

  1. που δεν τον έχουν κλάψει στο θάνατό του, δεν τον έχουν μοιρολογήσει
  2. που δεν έχει κλάψει, δεν έχει δακρύσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.