ἄβουλα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἄβουλα < αρχαία ελληνική ἀβούλως < α στερητικό και βουλή

Επίρρημα

ἄβουλα

  1. χωρίς τη συγκατάθεση κάποιου
  2. χωρίς τη θέληση κάποιου, άθελά του, ακούσια
  3. ίσως είχε και την έννοια του "χωρίς τη σύμφωνη γνώμη κάποιου άλλου", χωρίς τη συμβουλή άλλου, δίχως να αναλάβει κάποιος την ευθύνη ή έστω να πει μια δεύτερη γνώμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.