ἄβουλα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἄβουλα < αρχαία ελληνική ἀβούλως < α στερητικό και βουλή
Επίρρημα
ἄβουλα
- χωρίς τη συγκατάθεση κάποιου
- χωρίς τη θέληση κάποιου, άθελά του, ακούσια
- ίσως είχε και την έννοια του "χωρίς τη σύμφωνη γνώμη κάποιου άλλου", χωρίς τη συμβουλή άλλου, δίχως να αναλάβει κάποιος την ευθύνη ή έστω να πει μια δεύτερη γνώμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.