ἀφραδέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀφραδέω / ἀφραδῶ, μόνο στον ενεστώτα (χωρίς μεσοπαθητική φωνή, ελλειπτικό ρήμα)
- είμαι παράλογος, ενεργώ απερίσκεπτα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 294 (στίχοι 292-294) Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- τὴν ἱκέτευσ’· ἡ δ’ οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ, | ὡς οὐκ ἂν ἔλποιο νεώτερον ἀντιάσαντα | ἐρξέμεν· αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσι
- Την ικετεύω, κι εκείνη καθόλου δεν ξαστόχησε σε φρόνηση / και θάρρος, δείχνοντας αρετές που λες πως δεν τις έχει / ο κάθε νέος που μπροστά σου βγαίνει — / γιατί οι νεότεροι συχνά συμπεριφέρονται αστόχαστα.
- τὴν ἱκέτευσ’· ἡ δ’ οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ, | ὡς οὐκ ἂν ἔλποιο νεώτερον ἀντιάσαντα | ἐρξέμεν· αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 294 (στίχοι 292-294) Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ἀφράζω
- στον Ησύχιο, 3ο πρόσωπο ἀφράσσει
Παράγωγα
- ἀφραδέων (μετοχή)
- ἀφραδής
- ἀφραδία
- ἀφραδέως (επίρρημα)
- ἀφράδμων
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ἀφράζω και φράζω
Πηγές
- ἀφραδέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀφραδέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.