ἀφραδέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀφραδέω < ἀφραδ(ής) + -έω. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀ- στερητικό + φραδ- (φράζω) + -ής

Ρήμα

ἀφραδέω / ἀφραδῶ, μόνο στον ενεστώτα (χωρίς μεσοπαθητική φωνή, ελλειπτικό ρήμα)

  • ἀφράζω
  • στον Ησύχιο, 3ο πρόσωπο ἀφράσσει

Παράγωγα

  • ἀφραδέων (μετοχή)
  • ἀφραδής
  • ἀφραδία
  • ἀφραδέως (επίρρημα)
  • ἀφράδμων

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις ἀφράζω και φράζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.