ἀσκανδαλίστως
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀσκανδαλίστως, λέξη του 5ου αιώνα < ἀσκανδάλιστ(ος) + -ως ή (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσκανδαλίστως
Πηγές
- ασκανδαλίστως - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀσκανδαλίστως, λέξη του 5ου αιώνα < ἀσκανδάλιστ(ος) + -ως
Πηγές
- ἀσκανδάλιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.