ἀσκέρι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀσκέρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική عسكر (asker, στρατιώτης, σώμα στρατού) + [1]  και δείτε περισσότερα στο ασκέρι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ασκέρι

Ουσιαστικό

ἀσκέρι ουδέτερο

Αναφορές

  1. ασκέρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.