ἀρρεβωνιάσματα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀρρεβωνιάσματα: πληθυντικός του ἀρρεβώνιασμα, τύπου του ἀρραβώνιασμα

Ουσιαστικό

ἀρρεβωνιάσματα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις ἀρρεβωνίζω, ἀρραβωνίζω και ἀρραβών

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ἀρρεβωνιάσματα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.