ἀπέχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀπέχω
- έχω/κρατώ απόσταση από κάτι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 33
- ἀλλὰ ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα
- Ὡς τόσο βάστα ἀπ' τὰ νησιὰ μακριὰ τ' ὡριὸ καράβι (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
- (+ απαρέμφατο) εμποδίζω (κάποιον) από το να κάνει κάτι
- απέχω (για να δηλωθεί η απόσταση από έναν τόπο)
- ※ ἔστι δὲ ἄλλη πόλις ἀπέχουσα ὀκτὼ ἡμερέων ὁδὸν ἀπὸ Βαβυλῶνος (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1 (Κλειώ).179)
- απέχω (από το να επιτύχω κάτι)
- απέχω, διαφέρω από κάτι
- παίρνω κάτι ολόκληρο
- ↪ ἀπέχω τὸ χρέος - μου εξοφλέείται όλο το ποσό που μου χρωστούσαν
- (απρόσωπο) → δείτε τη λέξη ἀπέχει : είναι ικανοποιητικό, είναι αρκετό
Κλίση
ἀπέχω - ενεργητικοί τύποι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἀπέχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπέχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.