ἀνελών

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνελών < μετοχή του ἀναιρέω-ῶ

Μετοχή

ἀνελών, ἡ ἀνελοῦσα, το ἀνελόν

  • μετοχή ενεργ. αορίστου του ἀναιρέω (τού εἷλον)
  • μετοχή του ενεργ. β΄μέλλοντα του ἀναιρέω (του τύπου ἑλῶ)
 δείτε τη λέξη  ἀναιρέω-ῶ και αἱρέω-ῶ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.