ἀλλογνοέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀλλογνοέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἀλλογνοέω - ἀλλογνοῶ (συνηρημένο)
- παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο, αγνοώ
- είμαι ψυχικά αναστατωμένος, είμαι τρελός
Παράγωγα
- ἀλλογνώσας
- ἀλλογνώς
- ἀλλόγνωτος
Πηγές
- ἀλλογνοέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλλογνοέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.