ἀλεξήνεμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀλεξήνεμος | τὸ ἀλεξήνεμον | οἱ, αἱ ἀλεξήνεμοι | τὰ ἀλεξήνεμα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀλεξηνέμου | τοῦ ἀλεξηνέμου | τῶν ἀλεξηνέμων | τῶν ἀλεξηνέμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀλεξηνέμῳ | τῷ ἀλεξηνέμῳ | τοῖς, ταῖς ἀλεξηνέμοις | τοῖς ἀλεξηνέμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀλεξήνεμον | τὸ ἀλεξήνεμον | τοὺς, τὰς ἀλεξηνέμους | τὰ ἀλεξήνεμα |
| Κλητική | ἀλεξήνεμε | ἀλεξήνεμον | ἀλεξήνεμοι | ἀλεξήνεμα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀλεξηνέμω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀλεξηνέμοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.