ἀκροβαρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκροβαρέω < ἀκρο- + βαρέω

Ρήμα

ἀκροβαρέω - ἀκροβαρῶ (συνηρημένο)

Συγγενικά

  • βαρέω
  • βαρέως
  • ἐμβαρέω
  • ἔμβαρος
  • ἐπιβαρέω
  • ἐπιβαρής
  • καταβαρέω
  • περίβαρα
  • περίβαρυς
  • προσβάρησις

 και δείτε τη λέξη βαρύς


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.