ἀκαρές
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ἀκᾰρές
- κλητική ενικού του ἀκαρής, γένους αρσενικού και θηλυκού
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ἀκαρές, γένους ουδετέρου του ἀκαρής
- ἀκαρὲς ὥρας : σε μια στιγμή (Πλούταρχος (46‑120 KE), Ἠθικά, Ὅτι οὐδὲ ἡδέως ζῆν ἔστιν κατ' Ἐπίκουρον, 17 || Βίοι Παράλληλοι, Αντώνιος, 28.6
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.