ἀείζωον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ἀείζωον
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἀείζωος: αυτό που πάντα ζει.
- «Κόσμον τόνδε, τόν αὐτόν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ' ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔστε πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα.» (Ηράκλειτος, Απόσπασμα 30)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.