ἀείζωος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀείζωος τὸ ἀείζωον οἱ, αἱ ἀείζωοι τὰ ἀείζωα
Γενική τοῦ, τῆς ἀειζώου τοῦ ἀειζώου τῶν ἀειζώων τῶν ἀειζώων
Δοτική τῷ, τῇ ἀειζώῳ τῷ ἀειζώῳ τοῖς, ταῖς ἀειζώοις τοῖς ἀειζώοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀείζωον τὸ ἀείζωον τοὺς, τὰς ἀειζώους τὰ ἀείζωα
Κλητική ἀείζωε ἀείζωον ἀείζωοι ἀείζωα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀειζώω
Γενική-Δοτική ἀειζώοιν

Ετυμολογία

ἀείζωος < ἀεί + ζωός ("ζωντανός")

Επίθετο

ἀείζωος, -ος, -ον

  1. αυτός που πάντα ζει, αθάνατος
    πῦρ ἀείζωον (Ηράκλειτος, 30)
  2. (για φυτό) καταπράσινος
    πόα ἀείζωος

  • ἀείζως, -ως, ων (συνηρημένη μορφή)

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.