ἀγείρασθαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Χρόνοι | Απαρέμφατο | μετοχή |
|---|---|---|
| Ενεργ. Ενεστώτας
Μέσος Ενεστώτας |
ἀγείρειν | ἀγείρων -σα -ον
ἀγειρόμενος -μένη -όμενον |
| Ενεργ. Μέλλοντας
Μέσος Μέλλοντας |
ἀγερεῖν | ἀγερῶν -οῦσα-ἀγεροῦν
ἀγερούμενος -μένη-μενον |
| Ενεργ. Αόριστος
Μέσος - Παθ. Αόριστος |
ἀγεῖραι | ἀγείρας -ασα -ἀγεῖραν
ἀγειράμενος -η, -ον/ ἀγερθείς,-α, -εν |
| Ενεργ. Παρακείμενος
Μέσος Παρακείμενος |
ἀγηγερκέναι | ἀγηγερκώς -υῖα -κος
ἀγηγερμένος -μένη-μένον |
Ρηματικός τύπος
ἀγείρασθαι
- απαρέμφατο μέσου αορίστου του ἀγείρω, (μετοχή ιδίου χρόνου ἀγειράμενος,-η, -ον)
→ δείτε τη λέξη ἀγείρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.