ἀγαθύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἀγαθύνω | ἀγαθύνομαι |
| Παρατατικός | ἠγάθυνον | ἠγαθυνόμην |
| Μέλλοντας | ἀγαθυνῶ | ----(*)---- |
| Αόριστος | ἠγάθυνα | ----(*)---- |
| Παρακείμενος | ----(*)---- | ----(*)---- |
| Υπερσυντέλικος | ----(*)---- | ----(*)---- |
| Συντελ.Μέλλ. |
ἀγαθύνω
Παράγωγα
- ἀγάθυνσις
Σύνθετα
- συναγαθύνω
- ἐπαγαθύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.