ἀγαθοεργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀγαθοεργέω < παρασύνθετο του ἀγαθοεργός < ἀγαθός + ἔργω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- βλάπτω
- λιμαίνομαι
Παράγωγα
- ἀγαθούργημα (= αγαθοεργία)
- συναγαθοεργῶ
Σημειώσεις
- το ρήμα ἀγαθοεργέω - ἀγαθοεργῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και τον μέλλοντα (αγαθοεργήσω), αναφέρεται από τον Ξενοφώντα (Οικονομικός 2, 6, 4)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.