школа

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

школа (bg) θηλυκό

  1. η σχολή



Ρωσικά (ru)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

школа (ru) θηλυκό

  1. σχολείο
  2. σχολικό κτίριο
  3. ακαδημία
  4. πανεπιστήμιο

Συγγενικά



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

школа (sr) (λατινική γραφή: škola) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.