школа
Βουλγαρικά
(bg)
Ουσιαστικό
школа
(bg)
θηλυκό
η
σχολή
Ρωσικά
(ru)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
школа
(ru)
θηλυκό
σχολείο
σχολικό
κτίριο
ακαδημία
πανεπιστήμιο
Συγγενικά
дошкольный
школьник
школьный
школяр
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
школа
(sr)
(
λατινική γραφή:
škola
)
θηλυκό
το
σχολείο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.