еден

Καζακικά (kk)

Ετυμολογία

еден < Συσχετίζεται με ταταρική идән (idän), μπασκίρ иҙән (iðän) κ.τ.π.

Ουσιαστικό

еден (kk)



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ετυμολογία

еден < πρωτοσλαβική *(j)edinъ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *óynos (ένας, μόνος) )

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɛdɛn/

Αριθμητικό

еден (mk)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.