Спиридон
Βουλγαρικά (bg)
Ετυμολογία
- Спиридон < άμεσο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Σπυρίδων
Κύριο όνομα
Спиридон (bg) (Spiridón) αρσενικό (θηλυκό Спиридона)
- Σπιριντόν, ανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Σπυρίδων, Σπυρίδωνας
- Спиро (Spíro)
- Пири (Píri)
- Пиро (Píro)
Παράγωγα
- Спиридонов (Spiridónov) (επώνυμο)
Πηγές
- Стефан Илчев, Речник на личните и фамилни имена у българите [Λεξικό ονομάτων και επωνύμων των Βουλγάρων] (Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, 1969), σσ. 480β, 396α,β.
Ρωσικά (ru)
Ετυμολογία
- Спиридон < άμεσο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Σπυρίδων
Προφορά
- ΔΦΑ : /spʲɪrʲɪˈdon/
Κύριο όνομα
Спиридон (ru) (Spiridón) αρσενικό
- Σπιριντόν, ανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Σπυρίδων, Σπυρίδωνας
- Спирюшка (Spirjuška)
- Спиря (Spirja)
Παράγωγα
- Спиридонович (Spiridónovič), Спиридоновна (Spiridónovna) (πατρώνυμα)
- Спиридонов (Spiridónov) (επώνυμο)
Σερβικά (sr)
Ετυμολογία
- Спиридон < άμεσο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Σπυρίδων
Κύριο όνομα
Спиридон (sr) (Spíridon) αρσενικό, λατινικοί χαρακτήρες: Spiridon
- Σπίριντον, ανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Σπυρίδων, Σπυρίδωνας
Παράγωγα
- Спиридоновић, λατ. Spiridonović (επώνυμο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.