Спиридон

Βουλγαρικά (bg)

Ετυμολογία

Спиридон < άμεσο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Σπυρίδων

Κύριο όνομα

Спиридон (bg) (Spiridón) αρσενικό (θηλυκό Спиридона)

Υποκοριστικά

  • Спиро (Spíro)
  • Пири (Píri)
  • Пиро (Píro)

Παράγωγα

  • Спиридонов (Spiridónov) (επώνυμο)

Πηγές



Ρωσικά (ru)

Ετυμολογία

Спиридон < άμεσο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Σπυρίδων

Προφορά

ΔΦΑ : /spʲɪrʲɪˈdon/

Κύριο όνομα

Спиридон (ru) (Spiridón) αρσενικό

Υποκοριστικά

  • Спирюшка (Spirjuška)
  • Спиря (Spirja)

Παράγωγα

  • Спиридонович (Spiridónovič), Спиридоновна (Spiridónovna) (πατρώνυμα)
  • Спиридонов (Spiridónov) (επώνυμο)



Σερβικά (sr)

Ετυμολογία

Спиридон < άμεσο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Σπυρίδων

Κύριο όνομα

Спиридон (sr) (Spíridon) αρσενικό, λατινικοί χαρακτήρες:  Spiridon

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.