Микола
Ουκρανικά (uk)
Ετυμολογία
- Микола < προέλευσης από την αρχαία ελληνική Νικόλαος
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈkɔɫɐ/
- Миколай
- Микула
Παράγωγα
πατρωνυμικά:
- Миколайович (για άνδρα)
- Миколаївна (για γυναίκα)
Ρωσικά (ru)
Ετυμολογία
- Микола < (άμεσο δάνειο) ουκρανική Микола < προέλευσης από την αρχαία ελληνική Νικόλαος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mʲɪˈkoɫə/
- Микула
- Мыкола
-
Микола στη ρωσική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.