ώρα μηδέν
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ɾa miˈðen/
Έκφραση
ώρα μηδέν
- η πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή
- ※ Καθώς η «ώρα μηδέν» για τον καθορισμό του τελικού καθεστώτος του Κοσόβου πλησιάζει, Αλβανοί και Σέρβοι προετοιμάζονται για την επόμενη ημέρα. (Κόσοβο: οδοιπορικό λίγο πριν από την «ώρα μηδέν», Η Καθημερινή, 4 Μαρτίου 2007)
Μεταφράσεις
ώρα μηδέν
|
|
Πηγές
- μηδέν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.