ψωλές
Νέα ελληνικά
(el)
Επιφώνημα
ψωλές
(
χυδαίο
)
γαμώτο
, έκφραση αγανάκτησης ή απογοήτευσης
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψωλές
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ψωλή
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.