ψιλοφαδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψιλοφαδιάζω < ψιλο- + φάδ(ι) + -ιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.lo.faˈðʝa.zo/

Ρήμα

ψιλοφαδιάζω

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Νέο Λεξικό της Γλώσσας μας - Μονοτονικό, σελ. 640, εκδόσεις Αιγαίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.