ψαρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

ψαρο- < ψάρ(ι) + -ο- ή -ό-

Πρόθημα

ψαρο- ή ψαρό- και ψαρ- πριν από φωνήεν

Συνώνυμα

  • ιχθυο- (λόγιο)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψαρο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψαρό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψαρ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψάρι

Ετυμολογία 2

ψαρο- < ψαρής, ψαρός (γκρίζος) + -ο-

Πρόθημα

ψαρο-

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.