ψέλνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψέλνω < ψάλλω λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψέλνω, πρτ.: έψελνα, αόρ.: έψαλα & ψέλνομαι

  1. ψάλλω στην εκκλησία
  2. ψάλλω τον εθνικό ύμνο
  3. εξυμνώ (παρωχημένο)
  4. (μεταφορικά) μαλώνω κάποιον
    Μου τα ψέλνει όλη μέρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.