χριστιανού

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χριστιανού

  1. κλητική ενικού του χριστιανός (αρσενικό)
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του χριστιανός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χριστιανού αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.