χριστιανέ
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χριστιανέ
κλητική
ενικού
του
χριστιανός
(
αρσενικό
)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
χριστιανέ
αρσενικό
κλητική
ενικού
του
χριστιανός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.