χορομανής
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
χορομανής
<
χορός
+
μαίνομαι
Επίθετο
χορομανής
, ής, ές
που
λατρεύει
το χορό
που όταν χορεύει καταλαμβάνεται από μανία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.