χειμαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χειμαίνω < χεῖμα
Ουσιαστικό
χειμαίνω
- προκαλώ τρικυμία, είμαι τρικυμιώδης
- θάλασσα . . ἄγρια χειμήνασα (τρικυμιώδης
- (μεταφορικά) ταράζω, φέρνω δυστυχία
- φόβῳ κεχείμανται φρένες (ο νους τρικυμιάζει από το φόβο)
- χειμαίνει ὁ χειμαζόμενος (:ο δυστυχισμένος προκαλεί και στους άλλους δυστυχία)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.