χειμάζομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χειμάζομαι
<
αρχαία ελληνική
χειμάζω
Ρήμα
χειμάζομαι
(
λόγιο
)
δοκιμάζομαι
, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω
Μεταφράσεις
χειμάζομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.