χαρτζιλικώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαρτζιλικώνω < χαρτζιλίκ(ι) + -ώνω
Ρήμα
χαρτζιλικώνω
- δίνω σε παιδί μου χρηματικό ποσό σε τακτικά διαστήματα για μικροέξοδα, δίνω χαρτζιλίκι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χαρτζιλικώνω | χαρτζιλίκωνα | θα χαρτζιλικώνω | να χαρτζιλικώνω | χαρτζιλικώνοντας | |
| β' ενικ. | χαρτζιλικώνεις | χαρτζιλίκωνες | θα χαρτζιλικώνεις | να χαρτζιλικώνεις | χαρτζιλίκωνε | |
| γ' ενικ. | χαρτζιλικώνει | χαρτζιλίκωνε | θα χαρτζιλικώνει | να χαρτζιλικώνει | ||
| α' πληθ. | χαρτζιλικώνουμε | χαρτζιλικώναμε | θα χαρτζιλικώνουμε | να χαρτζιλικώνουμε | ||
| β' πληθ. | χαρτζιλικώνετε | χαρτζιλικώνατε | θα χαρτζιλικώνετε | να χαρτζιλικώνετε | χαρτζιλικώνετε | |
| γ' πληθ. | χαρτζιλικώνουν(ε) | χαρτζιλίκωναν χαρτζιλικώναν(ε) |
θα χαρτζιλικώνουν(ε) | να χαρτζιλικώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χαρτζιλίκωσα | θα χαρτζιλικώσω | να χαρτζιλικώσω | χαρτζιλικώσει | ||
| β' ενικ. | χαρτζιλίκωσες | θα χαρτζιλικώσεις | να χαρτζιλικώσεις | χαρτζιλίκωσε | ||
| γ' ενικ. | χαρτζιλίκωσε | θα χαρτζιλικώσει | να χαρτζιλικώσει | |||
| α' πληθ. | χαρτζιλικώσαμε | θα χαρτζιλικώσουμε | να χαρτζιλικώσουμε | |||
| β' πληθ. | χαρτζιλικώσατε | θα χαρτζιλικώσετε | να χαρτζιλικώσετε | χαρτζιλικώστε | ||
| γ' πληθ. | χαρτζιλίκωσαν χαρτζιλικώσαν(ε) |
θα χαρτζιλικώσουν(ε) | να χαρτζιλικώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χαρτζιλικώσει | είχα χαρτζιλικώσει | θα έχω χαρτζιλικώσει | να έχω χαρτζιλικώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χαρτζιλικώσει | είχες χαρτζιλικώσει | θα έχεις χαρτζιλικώσει | να έχεις χαρτζιλικώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χαρτζιλικώσει | είχε χαρτζιλικώσει | θα έχει χαρτζιλικώσει | να έχει χαρτζιλικώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χαρτζιλικώσει | είχαμε χαρτζιλικώσει | θα έχουμε χαρτζιλικώσει | να έχουμε χαρτζιλικώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χαρτζιλικώσει | είχατε χαρτζιλικώσει | θα έχετε χαρτζιλικώσει | να έχετε χαρτζιλικώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χαρτζιλικώσει | είχαν χαρτζιλικώσει | θα έχουν χαρτζιλικώσει | να έχουν χαρτζιλικώσει |
| |
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαρτζιλίκι
Μεταφράσεις
χαρτζιλικώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.