χαλκόγενυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
χαλκόγενυς-υς,υ
- χαλκόδοντος, με δόντια από χαλκό, προεξοχές, οδοντώσεις χάλκινες
- ἔμβολα χαλκογένεια, φιλόπλοα τεύχεα νηῶν
- ἁνίκ᾽ ἄγκυραν ποτί χαλκόγενυν ναῒ κρημνάντων ἐπέτοσσε (άγκυρα με χάλκινα άγκιστρα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.