χάνω αέρα
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
χάνω αέρα
- (μεταφορικά, ειρωνικό, μειωτικό) είμαι μειωμένης διανοητικής αντίληψης
- ≈ συνώνυμα: χάνω λάδια
- (κυριολεκτικά, για ελαστικά, σαμπρέλες, σωλήνες) έχω διαρροή αέρα
Μεταφράσεις
μεταφορική σημασία
|
|
κυριολεκτική σημασία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.