χάδια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χάδια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χάδι
  2. τρυφερή συμπεριφορά[1]
το παιδί θέλει χάδια για να μεγαλώσει

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.