φόρημα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φόρημα < φορέω < φέρω

Ουσιαστικό

φόρημα ουδέτερο

  1. το βάρος, το φορτίο, το άχθος, το μεταφερόμενο, το φερόμενο
  2. το κόσμημα, το στολίδι, το φορούμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.