φρυκτωρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Από το φρυκτός, πυρσός, δαυλί, και το ὥρα, φροντίδα.

Ουσιαστικό

φρυκτωρός αρσενικό αρχαία ελληνική

  • Φρουρός που μεταβιβάζει μηνύματα σε μεγάλη απόσταση κάνοντας φωτεινά σήματα με πυρσούς.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.