φραμπουάζ
Νέα ελληνικά
(el)
ώριμα φραμπουάζ
Ετυμολογία
φραμπουάζ
<
γαλλική
framboise
Ουσιαστικό
φραμπουάζ
ουδέτερο
άκλιτο
το
σμέουρο
, ο καρπός της
σμεουριάς
, παλιότερα "
βάτος
ἡ ἰδαία"
Μεταφράσεις
φραμπουάζ
→
δείτε
τη
λέξη
σμέουρο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.