φουδούλα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φουδούλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φουδούλα θηλυκό (αρσενικό φουδούλης)?

  • κόρη, νεαρή κοπέλα
      13ος/15ος αιώνας, Λίβιστρος και Ροδάμνη, ανωνύμου, στίχ. 237 (237-238)
    καὶ εἶδε τον ἡ φουδούλα | καὶ τὸ βεργὶν ἐγνώρισε ὅτι ἀπ᾿ ἐκεῖνον ἔνι,
    Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik, Wien 1992, σελ. 204 @archive.org
      14ος αιώνας, Φλώριος και Πατζιαφλόρα, ανωνύμου, στίχ.204 (202-204) @http://georgakas.lit.auth.gr/dimodis/
    Ὁ γὰρ υἱός σου ἐμοὶ δοκεῖ ὅτι ἐρωτοετρώθην | εἰς Πλάτζια—Φλώρην τὴν ὡριάν, τὴν κόρην τὴν νεᾶνιν | καὶ ἀπὸ τὸν τόσον ἔρωταν τὸν ἔχει εἰς τὴν φουδούλαν

Κλιτικοί τύποι

  • φουδούλας (γενική ενικού)
  • φουδούλαν (αιτιατική ενικού)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.