φορολογήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φορολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φορολογώ
  2. θα φορολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φορολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φορολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φορολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.