φορολογέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φορολογέω < φόρος + λέγω

Ρήμα

φορολογέω

  1. ελληνιστικό ρήμα που σήμαινε την καταβολή φόρου από τα υποτελή κράτη στα κυρίαρχα
  2. αρπαγή και καταλήστευση (χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων) αδύναμων πόλεων-κρατών από επιδρομείς, που με τη φορολόγηση αυτοί χάριζαν συνήθως τη ζωή των πολιτών και μετά αποχωρούσαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.