φιόρο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfço.ɾo/
Ουσιαστικό
φιόρο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, Επτάνησα) το άνθος (και μεταφορικά), λουλούδι
- ↪ «Το φιόρο του λεβάντε», δηλαδή, «το άνθος της Ανατολής», ήταν ο τίτλος θεατρικού έργου του 1914 του Γρηγόριου Ξενόπουλου.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φλοράλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.