φιλόδωρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φιλόδωρος < φίλος + δῶρον

Επίθετο

φιλόδωρος

Σημειώσεις

Συντάσσεται με γενική και δηλώνει ότι κάποιος χαρίζει άφθονα από κάτι συγκεκριμένο -π.χ. φιλόδωρος τροφίμων. Σπάνια χρησιμοποιείται στη σύγχρονη νεοελληνική γλώσσα.

νέα ελληνικά:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.