φιλοχωρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φιλοχωρέω παρασύνθετο του φιλόχωρος
Ρήμα
φιλοχωρέω - φιλοχωρῶ (συνηρημένο)
- αγαπώ έντονα τη χώρα, τον τόπο που βρίσκομαι
- είμαι φιλόπατρης
Παράγωγα
- φιλοχώρησις
Συνώνυμα
- φιλόπατρης
Αντώνυμα
Σύνθετα
- καταφιλοχωρέω
Σημειώσεις
- το ρήμα φιλοχρηματέω αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (8, 111)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.