φιλοχωρῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
φιλοχωρῶ
- συνηρημένη μορφή του φιλοχωρέω
- α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική και υποτακτική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φιλοχωρέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.