φιλήτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
φιλήτωρ
- ὁ μὲν γὰρ οὕτως, ἡ δέ τοι κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον κεῖται, φιλήτωρ τοῦδ᾽: ἐμοὶ δ᾽ ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς (αυτός κείτεται έτσι. Κι αυτή σαν κύκνος που είπε τον τελευταίο του θρήνο πεθαίνοντας, κείτεται εδώ, η ερωμένη του -για τον Αγαμέμνονα και την Κασάνδρα - Αισχύλος)
- '' τὸν μὲν γὰρ ἐρώμενον καλοῦσι κλεινὸν τὸν δ᾽ ἐραστὴν φιλήτορα (Ο Στράβων για τους Κρητικούς, ότι στις ομοφυλοφογιλικές σχέσεις έλεγαν κλεινόν τον παθητικό εραστή και φιλήτορα τον ενεργητικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.