φερέπονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
φερέπονος, ος, ον
- ο πολύ κοπιαστικός ή ο πολύ στενόχωρος
- εκείνος που αντέχει τον πολύ κόπο (φιλόπονος) ή τις στενοχώριες, τα βάσανα (στωϊκός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.