φανκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φανκ < αμερικανική λέξη funk
Ουσιαστικό
φανκ θηλυκό και ουδέτερο άκλιτο
- μουσική που συνδύαζε αφροαμερικανικούς ρυθμούς του μπλουζ, της σόουλ και της εκκλησιαστικής μουσικής των μαύρων, αλλά με λίγο πιο έντονο ρυθμό και με δυνατό το 2ο και 4ο χτύπο στα κρουστά σε ρυθμο τεσσάρων τετάρτων, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο αρχικά τον Τζαίημς Μπράουν του 1960
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.